χαλκοκνήμις

χαλκοκνήμις
χαλκο-κνήμῑς, ῑδος, , ,
A bronze-greaved, Il.7.41.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλκοκνήμις — ιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χάλκινες περικνημίδες («χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κνημίς, ίδος (πρβλ. ἐϋ κνήμις, δασυ κνήμις)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκοκνήμιδας — χαλκοκνήμῑδας , χαλκοκνήμις bronze greaved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοκνήμιδες — χαλκοκνήμῑδες , χαλκοκνήμις bronze greaved masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”